Γερμανικά » Αγγλικά

Μεταφράσεις για „gebietet“ στο λεξικό Γερμανικά » Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά » Γερμανικά)

II . ge·bie·ten* [gəˈbi:tn̩] ανώμ τυπικ ΡΉΜΑ αμετάβ

1. gebieten (herrschen):

to have control over sb/sth λογοτεχνικό

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

tun, was die Not gebietet

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文