Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: revêtir και helvétique

I . revêtir [ʀ(ə)vetiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. revêtir (endosser):

3. revêtir (recouvrir) papier peint, moquette, pavés, neige:

4. revêtir (prendre):

6. revêtir τυπικ (habiller):

jdm einen Mantel anlegen τυπικ

II . revêtir [ʀ(ə)vetiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. revêtir (s'habiller):

2. revêtir λογοτεχνικό (se couvrir):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina