Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: attester και quartette

quartette [k(w)aʀtɛt] ΟΥΣ αρσ ΜΟΥΣ

attester [atɛste] ΡΉΜΑ μεταβ

1. attester (certifier):

2. attester (certifier par écrit):

3. attester (être la preuve):

4. attester ΓΛΩΣΣ:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina