Γαλλικά » Γερμανικά

II . teindre [tɛ͂dʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα se teindre

1. teindre (se donner une teinte):

2. teindre λογοτεχνικό (se colorer):

teint [tɛ͂] ΟΥΣ αρσ

ιδιωτισμοί:

bon teint χιουμ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina