Γαλλικά » Γερμανικά

II . rallonger [ʀalɔ͂ʒe] ΡΉΜΑ αμετάβ

rallonger jour:

rallonge [ʀalɔ͂ʒ] ΟΥΣ θηλ

1. rallonge (d'une table):

Ausziehplatte θηλ

2. rallonge ΗΛΕΚ:

3. rallonge (somme):

Zuschuss αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με rallonges

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina