Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: perpétuel , perpétuer , perpétrer και perpette

perpette

perpette → perpète

Βλέπε και: perpète

perpète [pɛʀpɛt] οικ

2. perpète (très loin):

ewig weit οικ laufen
jwd wohnen οικ
ewig weit οικ

perpétrer [pɛʀpetʀe] ΡΉΜΑ μεταβ ΝΟΜ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina