Γαλλικά » Γερμανικά

infect(e) [ɛ͂fɛkt] ΕΠΊΘ

3. infect οικ (ignoble):

infect(e)
infect(e)
fies οικ

I . infecter [ɛ͂fɛkte] ΡΉΜΑ μεταβ

2. infecter τυπικ:

II . infecter [ɛ͂fɛkte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "infecte" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina