Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: sereinement , serein sereine , éreinter , réinfecter και influent

influent(e) [ɛ͂flyɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

I . réinfecter [ʀeɛ͂fɛkte] ΡΉΜΑ μεταβ

II . réinfecter [ʀeɛ͂fɛkte] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

I . éreinter [eʀɛ͂te] ΡΉΜΑ μεταβ

1. éreinter (épuiser):

2. éreinter (critiquer):

II . éreinter [eʀɛ͂te] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

sereinement [səʀɛnmɑ͂] ΕΠΊΡΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina