Γαλλικά » Γερμανικά

I . fleurer [flœʀe] ΡΉΜΑ αμετάβ λογοτεχνικό

II . fleurer [flœʀe] ΡΉΜΑ μεταβ λογοτεχνικό

1. fleurer:

2. fleurer (faire penser à):

fleurer

fleurer → fariner

Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Γαλλικά
Ils ne trouvent repos qu’où votre effluve fleure.
fr.wikipedia.org

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina