Γαλλικά » Γερμανικά

fissure [fisyʀ] ΟΥΣ θηλ

1. fissure:

Riss αρσ
Sprung αρσ

2. fissure μτφ:

Bruch αρσ

I . fissurer [fisyʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

fissurer éclair:

II . fissurer [fisyʀe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina