Γαλλικά » Γερμανικά

exempt(e) [ɛgzɑ͂(pt), ɑ͂(p)t] ΕΠΊΘ

exempter [ɛgzɑ͂(p)te] ΡΉΜΑ μεταβ

2. exempter (préserver):

Παραδειγματικές φράσεις με exempté

steuer-/portofrei

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "exempté" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina