Γαλλικά » Γερμανικά

estomaqué(e) [ɛstɔmake] ΕΠΊΘ οικ

estomaqué(e)
estomaqué(e)
baff οικ

estomaquer [ɛstɔmake] ΡΉΜΑ μεταβ οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina