Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: influent , endosseur , endosser και inflorescence

endosser [ɑ͂dose] ΡΉΜΑ μεταβ

3. endosser ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ:

indossieren ειδικ ορολ
durch Indossament übertragen ειδικ ορολ
girieren ειδικ ορολ

endosseur [ɑ͂dosœʀ] ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΟΠ, ΝΟΜ

Indossant(in) αρσ (θηλ) ειδικ ορολ
Girant(in) αρσ (θηλ) ειδικ ορολ
Nachmann αρσ ειδικ ορολ

influent(e) [ɛ͂flyɑ͂, ɑ͂t] ΕΠΊΘ

inflorescence [ɛ͂flɔʀesɑ͂s] ΟΥΣ θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina