Γαλλικά » Γερμανικά

I . desserrer [deseʀe] ΡΉΜΑ μεταβ

1. desserrer (dévisser):

Παραδειγματικές φράσεις με desserrés

avec des lacets desserrés

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina