Γαλλικά » Γερμανικά

décrépi(e) [dekʀepi] ΕΠΊΘ

I . décrépir [dekʀepiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ

II . décrépir [dekʀepiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Παραδειγματικές φράσεις με décrépi

un mur décrépi

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina