Γαλλικά » Γερμανικά

escargot [ɛskaʀgo] ΟΥΣ αρσ

1. escargot ΖΩΟΛ, ΜΑΓΕΙΡ:

Schnecke θηλ

2. escargot (personne, véhicule):

lahme Ente οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina