Γαλλικά » Γερμανικά

casquer [kaske] ΡΉΜΑ αμετάβ οικ

casque [kask] ΟΥΣ αρσ

2. casque (séchoir):

[Trocken]haube θηλ

3. casque ΤΕΧΝΟΛ, ΜΟΥΣ:

Kopfhörer αρσ

ιδιωτισμοί:

Blauhelm αρσ

II . casque [kask] ΟΠΤΙΚΟΑΚΟΥΣΤ, Η/Υ

casqué(e) [kaske] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina