Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: Angliche , enticher , enficher και aguicher

enticher [ɑ͂tiʃe] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

1. enticher (s'engouer):

in etw αιτ vernarrt sein

2. enticher (s'amouracher):

I . Angliche [ɑ͂gliʃ] οικ ΕΠΊΘ

II . Angliche [ɑ͂gliʃ] οικ ΟΥΣ αρσ θηλ

Engländer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζήτηση στο λεξικό

Γαλλικά

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina