Γερμανικά » Γαλλικά

Μεταφράσεις για „aufreizen“ στο λεξικό Γερμανικά » Γαλλικά (Μετάβαση προς Γαλλικά » Γερμανικά)

auf|reizen ΡΉΜΑ μεταβ

1. aufreizen (sexuell erregen):

aufreizen

2. aufreizen (provozieren):

jdn zu etw aufreizen

Παραδειγματικές φράσεις με aufreizen

jdn zu etw aufreizen

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

"aufreizen" στα μονόγλωσσα Γερμανικά λεξικά


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina