Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: acquit , acquis και acquêt

acquêt [akɛ] ΟΥΣ αρσ ΝΟΜ

acquis <πλ acquis> [aki] ΟΥΣ αρσ

acquit [aki] ΟΥΣ αρσ

acquit ΕΜΠΌΡ:

Quittung θηλ

ιδιωτισμοί:

II . acquit [aki]

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina