Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: pesant και appesantir

pesant [pəzɑ͂] ΟΥΣ αρσ

II . appesantir [apəzɑ͂tiʀ] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα s'appesantir

2. appesantir (trop insister):

3. appesantir (accabler):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina