Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: endiguement και endiguer

endiguement [ɑ͂digmɑ͂] ΟΥΣ αρσ

2. endiguement μτφ:

Eindämmung θηλ einer S. γεν

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina