Γαλλικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: entoiler και entailler

I . entailler [ɑ͂tɑje] ΡΉΜΑ μεταβ

1. entailler (faire une entaille):

2. entailler (blesser):

II . entailler [ɑ͂tɑje] ΡΉΜΑ αυτοπ ρήμα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina