Γαλλικά » Γερμανικά

éraillé(e) [eʀɑje] ΕΠΊΘ

I . érailler [eʀɑje] ΡΉΜΑ μεταβ

Παραδειγματικές φράσεις με éraillée

knödeln οικ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina