Αγγλικά » Σλοβενικά

pinched [pɪn(t)ʃt] ΕΠΊΘ

pinched

I . pinch [pɪn(t)ʃ] ΡΉΜΑ μεταβ

1. pinch:

ščipati [στιγμ uščipniti]
stiskati [στιγμ stisniti]

2. pinch οικ (steal):

II . pinch [pɪn(t)ʃ] ΡΉΜΑ αμετάβ

III . pinch <-es> [pɪn(t)ʃ] ΟΥΣ

1. pinch (nip):

uščip αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский | Slovenščina