I . fit2 <-tt-> [fɪt] ΕΠΊΘ
1. fit (suitable):
2. fit (healthy, up to):
II . fit2 [fɪt] ΟΥΣ no πλ
III . fit2 <-tt- [or Am usu -t-]> [fɪt] ΡΉΜΑ μεταβ
1. fit (be appropriate):
-
the button fits this buttonhole
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.