pressuring στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για pressuring στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

1. pressure:

pressione θηλ also ΤΕΧΝΟΛ ΜΕΤΕΩΡ

2. pressure (on person):

pressure μτφ
pressione θηλ

pressure → pressurize

Βλέπε και: pressurize

pressuring στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για pressuring στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

pressuring Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "pressuring" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski