Μεταφράσεις για practising στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

1. practise (work at):

she's practising what to say to him
Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
practising or active homosexuals

Μεταφράσεις για practising στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
practising βρετ
practising Catholic βρετ
practising Muslim βρετ
practising Jew βρετ
practising catholic
prosecuted for practising medicine illegally βρετ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski