giuridica στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για giuridica στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

giuridico <πλ giuridici, giuridiche> [dʒuˈridiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ

giuridico statuto, linguaggio, posizione, stato:

Μεταφράσεις για giuridica στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
persona θηλ giuridica
finzione θηλ giuridica
persona θηλ giuridica
persona θηλ giuridica
incapacità θηλ (giuridica) (to do di fare)

giuridica στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για giuridica στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Μεταφράσεις για giuridica στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

giuridica Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

capacità giuridica [o di agire]
personalità giuridica
persona fisica/giuridica

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "giuridica" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski