Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

earnt στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για earnt στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

learnt → learn

Βλέπε και: learn

I.learn <παρελθ/μετ παρακειμ learned, learnt> [βρετ ləːn, αμερικ lərn] ΡΉΜΑ μεταβ

1. learn (through study, practice):

II.learn <παρελθ/μετ παρακειμ learned, learnt> [βρετ ləːn, αμερικ lərn] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. learn (acquire knowledge):

earnt στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για earnt στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά

burnt παρελθ, μετ παρακειμ of burn

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski