Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια:

avantaĝo στο Oxford Spanish Dictionary

Μεταφράσεις για avantaĝo στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά

2. advantage U (gain):

to take advantage of sth μειωτ
to take advantage of sb (seduce) ευφημ, παρωχ
aprovecharse or abusar de alguien ευφημ, παρωχ

savant [αμερικ sæˈvɑn(t), sɑˈvɑn(t), βρετ ˈsav(ə)nt] ΟΥΣ λογοτεχνικό

avantaĝo στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για avantaĝo στο λεξικό Αγγλικά»Ισπανικά

Βρετανικά Αγγλικά

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | 中文