Αγγλικά » Γερμανικά

I . vot·ing [ˈvəʊtɪŋ, αμερικ ˈvoʊt̬-] ΕΠΊΘ προσδιορ, αμετάβλ

II . vot·ing [ˈvəʊtɪŋ, αμερικ ˈvoʊt̬-] ΟΥΣ no pl

voting
Wählen ουδ
voting
Wahl θηλ
voting
Stimmabgabe θηλ

ab·sen·tee ˈvot·ing ΟΥΣ αμερικ, αυστραλ

ˈe-vot·ing ΟΥΣ no pl οικ

e-voting συντομογραφία: electronic voting

ˈvot·ing box <pl -es> ΟΥΣ

voting box
Wahlurne θηλ

ˈvot·ing ma·chine ΟΥΣ esp αμερικ

ˈvot·ing pa·per ΟΥΣ

voting paper
Stimmzettel αρσ

voting capital ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

voting stake ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο

voting (right) share ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ

Ειδικό λεξιλόγιο
voting (right) share

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

tactical voting ΠΟΛΙΤ
voting age
Wahlalter ουδ
voting is by ballot
Περισσότερα

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

102,87 kb

6. Q&A for absentee voting

www.post.at

102,17 kb 6.

Fragen und Antworten zur Briefwahl

www.post.at

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文