Αγγλικά » Γερμανικά

I . tut [tʌt] ΕΠΙΦΏΝ μειωτ

II . tut <-tt-> [tʌt] ΡΉΜΑ αμετάβ

sich αιτ über etw αιτ mokieren

I . tut-tut [ˌtʌtˈtʌt] ΕΠΙΦΏΝ

II . tut-tut <-tt-> [ˌtʌtˈtʌt] ΡΉΜΑ αμετάβ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文