Αγγλικά » Γερμανικά

I . tramp [træmp] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. tramp (live as vagabond):

III . tramp [træmp] ΟΥΣ

1. tramp no pl (stomping sound):

3. tramp (poor person):

Vagabund(in) αρσ (θηλ)
Sandler(in) αρσ (θηλ) A

4. tramp esp αμερικ μειωτ (woman):

Flittchen ουδ μειωτ οικ

5. tramp (ship):

Trampdampfer αρσ

ocean ˈtramp ΟΥΣ

ˈtramp steam·er ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "tramping" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文