Αγγλικά » Γερμανικά

I . stand off ΡΉΜΑ αμετάβ

II . stand off ΡΉΜΑ μεταβ

1. stand off (repel):

to stand off sb
jdn abweisen [o. οικ abwimmeln]

2. stand off (lay off):

to stand off sb

ˈstand-off ΟΥΣ

Patt ουδ

Mexi·can ˈstand off ΟΥΣ αυστραλ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "stand off" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文