Αγγλικά » Γερμανικά

II . pig·gy·back ΡΉΜΑ αμετάβ

1. piggyback (carry):

2. piggyback (profit from):

sich αιτ bei etw δοτ einklinken

III . pig·gy·back ΡΉΜΑ μεταβ Η/Υ

piggyback ΕΜΠΟΡ ΜΕΤΑΦ

Ειδικό λεξιλόγιο

ˈpig·gy·back ride ΟΥΣ

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

little Gemma loves piggybacks

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文