Αγγλικά » Γερμανικά

I . hoot [hu:t] ΟΥΣ

2. hoot (owl call):

Schrei αρσ

3. hoot (outburst):

losprusten οικ
Wutanfall αρσ

4. hoot οικ (amusing person):

ein Witzbold αρσ
zum Brüllen sein οικ

ιδιωτισμοί:

sich αιτ keinen Deut um etw αιτ kümmern

II . hoot [hu:t] ΡΉΜΑ αμετάβ

1. hoot car:

2. hoot owl:

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "hooting" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文