Αγγλικά » Γερμανικά

ful·fill·ing [fʊlˈfɪlɪŋ] ΕΠΊΘ

fulfilling
a fulfilling sex life

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

a fulfilling sex life

Παραδείγματα από το διαδίκτυο (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

Then you can win . ”

A self-fulfilling prophecy indeed.

www.achtzehn99.de

.

Fast eine sich selbst erfüllende Prophezeiung.

www.achtzehn99.de

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "fulfilling" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文