Αγγλικά » Γερμανικά

bawl·ing [ˈbɔ:lɪŋ, αμερικ also ˈbɑ:l-] ΟΥΣ

bawling
Brüllen ουδ
bawling
Schreien ουδ

bawl·ing ˈout ΟΥΣ

bawling out
Anschiss αρσ αργκ
to give sb a real bawling

I . bawl [bɔ:l, αμερικ bɑ:l] ΡΉΜΑ αμετάβ

2. bawl (weep):

flennen οικ
plärren A, CH αργκ

II . bawl [bɔ:l, αμερικ bɑ:l] ΡΉΜΑ μεταβ

bawl out ΡΉΜΑ μεταβ

1. bawl out οικ (reprimand):

to bawl out sb

2. bawl out (bellow):

to bawl out sth

Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)

to give sb a real bawling

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "bawling" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski | Türkçe | 中文