I.tender [βρετ ˈtɛndə, αμερικ ˈtɛndər] ΟΥΣ
1. tender (currency) → legal tender
5. tender:
- offre θηλ
II.tender [βρετ ˈtɛndə, αμερικ ˈtɛndər] ΕΠΊΘ
2. tender (loving):
- sollicitude θηλ
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.