I.twin [βρετ twɪn, αμερικ twɪn] ΟΥΣ
1. twin (one of two children):
- jumeau/-elle αρσ/θηλ
2. twin (one of two objects):
II.twins ΟΥΣ ουσ πλ
III.twin [βρετ twɪn, αμερικ twɪn] ΕΠΊΘ
1. twin (related):
- jumeau/-elle
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.