I.yellow [βρετ ˈjɛləʊ, αμερικ ˈjɛloʊ] ΟΥΣ
II.yellow [βρετ ˈjɛləʊ, αμερικ ˈjɛloʊ] ΕΠΊΘ
1. yellow κυριολ:
2. yellow (cowardly) οικ:
- trouillard οικ
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.