I.boast [βρετ bəʊst, αμερικ boʊst] ΟΥΣ
1. boast:
- vantardise θηλ
2. boast ΑΘΛ (in squash):
- double-mur αρσ
II.boast [βρετ bəʊst, αμερικ boʊst] ΡΉΜΑ μεταβ
III.boast [βρετ bəʊst, αμερικ boʊst] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. boast:
- without boasting
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.