I.essential [βρετ ɪˈsɛnʃ(ə)l, αμερικ əˈsɛn(t)ʃəl] ΟΥΣ
- I packed a few essentials
II.essentials ΟΥΣ
III.essential [βρετ ɪˈsɛnʃ(ə)l, αμερικ əˈsɛn(t)ʃəl] ΕΠΊΘ
1. essential (vital):
- essentiel/-ielle
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Καταχωρίστε νέο λήμμα.