I.ancient [βρετ ˈeɪnʃ(ə)nt, αμερικ ˈeɪn(t)ʃənt] ΟΥΣ (gen)
II.ancient [βρετ ˈeɪnʃ(ə)nt, αμερικ ˈeɪn(t)ʃənt] ΕΠΊΘ
1. ancient:
- ancien/-ienne
Εδώ μπορείτε να σημειώσετε βελτιωτικές προτάσεις ή σχόλια σχετικά με λάθη σε αυτό το λήμμα:
Πώς μπορώ να μεταφέρω τις μεταφράσεις στον προπονητή λεξιλογίου;
Έχετε υπόψη ότι τα λήμματα σε αυτήν τη λίστα λεξιλογίου διατίθενται μόνο σε αυτό τον περιηγητή. Μόλις τα περάσετε όμως στον προπονητή λεξιλογίου, θα μπορείτε να τα καλέσετε από παντού.