Zwangs·kran·ke(r) ΟΥΣ θηλ(αρσ) ΨΥΧ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Zwangsgeld
- Zwangsgemeinschaft
- Zwangshaft
- Zwangshandlung
- Zwangsheirat
- Zwangskranke Zwangskranker
- Zwangslage
- zwangsläufig
- Zwangsläufigkeit
- Zwangsliquidation
- Zwangslizenz