occupata στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia

Μεταφράσεις για occupata στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

I.occupato [okkuˈpato] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ

occupato → occupare

1. occupato (indaffarato):

pushed οικ

2. occupato (impegnato):

I keep getting a busy signal αμερικ
the number is engaged βρετ
the number is busy αμερικ

III.occupato (occupata) [okkuˈpato] ΟΥΣ αρσ (θηλ) (chi ha un posto di lavoro)

Βλέπε και: occupare

1. occupare (trovarsi in) persona:

2. occuparsi (dedicare attenzione, lavoro):

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

Μεταφράσεις για occupata στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.

occupata στο λεξικό PONS

Μεταφράσεις για occupata στο λεξικό Ιταλικά»Αγγλικά (Μετάβαση προς Αγγλικά»Ιταλικά)

Μεταφράσεις για occupata στο λεξικό Αγγλικά»Ιταλικά (Μετάβαση προς Ιταλικά»Αγγλικά)

Κι άλλες μεταφράσεις και εκφράσεις με τη λέξη που αναζητήσατε.
occupato(-a) αρσ (θηλ)
tenersi la mente occupata

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Αναζητήστε "occupata" σε άλλες γλώσσες


Σελίδα στα Deutsch | Български | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Português | Русский | Slovenščina | Srpski