Ελληνικά » Γερμανικά

I . ορκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ɔrˈcizɔmɛ] VERB μεταβ

οικιακά [iciaˈka] SUBST ουδ

κοιμί|ζω <-σα, -σμένος> [ciˈmizɔ] VERB μεταβ

1. κοιμίζω (κάνω να κοιμηθεί):

2. κοιμίζω (βάζω στο κρεβάτι):

3. κοιμίζω μτφ (καταπραΰνω):

πικρί|ζω <-σα, -σμένος> [piˈkrizɔ] VERB αμετάβ

1. πικρίζω (έχω πικρή γεύση):

2. πικρίζω (αποχτώ πικρή γεύση):

οικία [iˈcia] SUBST θηλ

Haus ουδ

I . σκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [ˈscizɔ] VERB μεταβ

1. σκίζω (χαρτί κτλ: κόβω):

4. σκίζω (ανοίγω σκίζοντας):

5. σκίζω (κόβω κατά μήκος: ξύλο κτλ):

II . σκίζομαι VERB αυτοπ ρήμα

2. σκίζομαι (χωρίζομαι στα δύο):

sich spalten in +αιτ

3. σκίζομαι μτφ (αγωνίζομαι):

κακί|ζω <-σα> [kaˈcizɔ] VERB μεταβ

τοκί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [tɔˈcizɔ] VERB μεταβ

λακί|ζω <-σα> [laˈcizɔ], λακ|ώ [laˈkɔ] <-άς, -ησα> VERB αμετάβ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский