Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „οικιστής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

οικιστής (οικίστρια) [icisˈtis, iˈcistria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

οικιστής (οικίστρια)
Siedler(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский