Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „πικρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

πικρί|ζω <-σα, -σμένος> [piˈkrizɔ] VERB αμετάβ

1. πικρίζω (έχω πικρή γεύση):

πικρίζω

2. πικρίζω (αποχτώ πικρή γεύση):

πικρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский